- κολοσσικος
- κολοσσικόςκολοσσῐκός3
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κολοσσικός — enormous masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοσσικός — ή, ο (Α κολοσσικός και κολοττικός, ή, όν) [κολοσσός] κολοσσιαίος («ἐπιστῆσαι δὲ τῷ τάφῳ καὶ χρυσῆν εικόνα κολοσσικήν», Διόδ.) … Dictionary of Greek
κολοσσικά — κολοσσικός enormous neut nom/voc/acc pl κολοσσικά̱ , κολοσσικός enormous fem nom/voc/acc dual κολοσσικά̱ , κολοσσικός enormous fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοσσικῶν — κολοσσικός enormous fem gen pl κολοσσικός enormous masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοσσικόν — κολοσσικός enormous masc acc sg κολοσσικός enormous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοσσικοῖς — κολοσσικός enormous masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοττικῶν — κολοσσικῶν , κολοσσικός enormous fem gen pl κολοσσικῶν , κολοσσικός enormous masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοττικήν — κολοσσικήν , κολοσσικός enormous fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)